- σιγαληνά
- Νεπίρρ. (ποιητ. τ.) χωρίς θόρυβο, ήρεμα, ήσυχα («εκεί στους βράχους / σχίζεται η θάλασσα / σιγαληνά», Σολωμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Με συμφυρμό τών λ. σιγανός + σιγαλός, κατά τα επιρρ. σε -α].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.